- πολυφεγγής
- -ές, Αεξαιρετικά λαμπρός, πολύ φωτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. χρυσο-φεγγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυφεγγής — bright shining masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφεγγῆ — πολυφεγγής bright shining neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυφεγγής bright shining masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυφεγγής bright shining masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφεγγέα — πολυφεγγής bright shining neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυφεγγής bright shining masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφεγγές — πολυφεγγής bright shining masc/fem voc sg πολυφεγγής bright shining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφεγγοῦς — πολυφεγγής bright shining masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφεγγέος — πολυφεγγής bright shining masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφεγγῶν — πολυφεγγής bright shining masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφεγγος — Όνομα μεσαιωνικής πόλης της Αργολίδας, που βρισκόταν κοντά στον αρχαίο Φλαούντα στο όρος Μεγαλοβούνι. Αναφέρεται και σαν έδρα επισκοπής, άλλοτε της μητρόπολης Κορινθίας και άλλοτε ενωμένη με την επισκοπή Δαμαλά. Τον 14o αι. μ.Χ. ήταν γνωστή με… … Dictionary of Greek
φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… … Dictionary of Greek
πολυφεγγέι — πολυφεγγέϊ , πολυφεγγής bright shining dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)